ἀποβάσης

ἀποβάσης
ἀπόβασις
stepping off
fem nom/voc pl (doric aeolic)
ἀποβά̱σης , ἀποβαίνω
step off from
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • αποβατήριος — ἀποβατήριος, α, ον (Α) [αποβαίνω] 1. ο προστάτης θεός της απόβασης των ανθρώπων από τα πλοία 2. τὰ ἀποβατήρια θυσία για να πάει καλά η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • πάρηξις — ήξεως, ἡ, Α 1. η άφιξη στην ακτή 2. τόπος απόβασης από πλοίο, αποβάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἧξις (< ἥκω «έχω έρθει»] …   Dictionary of Greek

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • Ακοίτιο — Βυζαντινή και μεταγενέστερη ονομασία μικρού νησιού στον κόλπο των Χανίων (σύγχρονη ονομασία Άγιοι Θεόδωροι ή Θόδωρου). Οχυρώθηκε το 1575 από τους Βενετούς για την απόκρουση πιθανής τουρκικής απόβασης. Κατελήφθη το 1645 από τους Τούρκους ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • Αμοιδαράκης ή Αμοιράς, Σταύρος — Αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και της Κρητικής επανάστασης του 1866. Καταγόταν από το χωριό Μουρί της Κρήτης, γι’ αυτό λεγόταν και Μουριώτης. Πήρε μέρος στην επανάσταση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβαχία. Μετά την καταστροφή του… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας, Μιχαήλ — (Πόμπια Κρήτης 1797 – 1889). Αγωνιστής του 1821 και των Κρητικών επαναστάσεων. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Σφακιανών εναντίον του Μουσταφά πασά. Αργότερα, επέστρεψε στα Σφακιά και επικεφαλής 50 αρματολών πολέμησε εναντίον των Τούρκων της… …   Dictionary of Greek

  • Κρέουσα — I Αρχαία παραλιακή πόλη της Βοιωτίας. Ήταν χτισμένη σε έναν όρμο του Κορινθιακού κόλπου και οι Θεσπιείς τη χρησιμοποιούσαν ως επίνειό τους. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την Κ. ως τόπο απόβασης στις εκστρατείες τους εναντίον των Ελλήνων. Η σημερινή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”